- περισσοτεχνία
- περισσο-τεχνία, ἡ,A over-exactness in art, Demetr.Eloc.247.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περισσοτεχνίᾳ — περισσοτεχνίᾱͅ , περισσοτεχνία over exactness in art fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσοτεχνία — η, ΝΑ 1. η υπερβολική ακρίβεια στην τέχνη, η υπερβολική επιτήδευση 2. η μεγάλη μαστοριά, η επιδεξιότητα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] … Dictionary of Greek
περισσοτεχνίαι — περισσοτεχνίᾱͅ , περισσοτεχνία over exactness in art fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)